- προσαιτῶν
- προσαίτηςbeggarmasc gen plπροσαιτέωask besidespres part act masc nom sg (attic epic doric)προσαιτέωask besidespres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσαιτώ — έω, ΜΑ [αἰτῶ] ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω αρχ. 1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως 2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν»,… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek